- χρωματομετρία
- Oνομάζεται και χρωμομετρία. Μέθοδος με την οποία προσδιορίζονται μετρητά οι τρεις χαρακτηριστικοί παράμετροι ενός ορισμένου χρώματος, δηλαδή η λάμψη, ο τόνος και η καθαρότητα.
Για τον σκοπό αυτό, και γενικότερα για μια άμεση μέτρηση, διαβιβάζονται στα χρωματόμετρα τρεις δέσμες καθορισμένου μονοχρωματικού φωτός, πράσινο, κόκκινο, μπλε, οι οποίες φωτίζουν ένα τμήμα του ορατού από τον παρατηρητή πεδίου, ενώ το άλλο τμήμα φωτίζεται από τη φωτεινή δέσμη που εξετάζεται. Αν οι τρεις μονοχρωματικές δέσμες ρυθμιστούν έτσι ώστε το χρώμα που συνθέτουν να γίνει όμοιο με το χρώμα του πεδίου, τότε από τα δοθέντα της ρύθμισης προκύπτουν οι τιμές των τριών παραμέτρων της φωτεινής δέσμης. Για να διευκολυνθούν οι μετρήσεις με τη μέθοδο της σύγκρισης καταρτίστηκαν πίνακες με δείγματα περίπου 3.000 χρωμάτων. Η μέτρηση των τριών παραμέτρων γίνεται και από τη σύνθεση του φάσματος της δέσμης που εξετάζεται. Με τη χ. προσδιορίζεται επίσης η συγκέντρωση ενός έγχρωμου διαλύματος, αν μετρηθεί η αναρρόφηση και συγκριθούν οι κατάλληλες ακτινοβολίες.
Η χρωματομετρική μέθοδος εφαρμόζεται όταν είναι αναγκαία η ταχεία μέτρηση συγκέντρωσης σε διάφορα διαλύματα που οι μικρές ποσότητες των περιεχομένων ουσιών είναι δύσκολο να προσδιοριστούν με μέτρηση του όγκου ή του βάρους τους.
Η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται στην αναλυτική χημεία για ποσοτικούς και ποιοτικούς προσδιορισμούς διαφόρων ουσιών. Η ποσοτική χρωματομετρική ανάλυση βασίζεται στη σχέση που παρουσιάζει η συγκέντρωση της διαλυμένης ουσίας με το χρώμα του διαλύματος.
Η τεχνική της χρωματομετρικής ποσοτικής ανάλυσης έχει καταργήσει τις οπτικές μεθόδους και χρησιμοποιεί φασματοφωτομετρικές, οι οποίες βασίζονται στη χρησιμοποίηση συσκευών, που περιέχουν φωτοηλεκτρικά κύτταρα, όπως αυτή που φαίνεται στη φωτογραφία. Οι συσκευές αυτές διαρκώς τελειοποιούνται και χρησιμοποιούνται ευρύτατα.
* * *η, Νχημ. τεχνική που συνίσταται στη μέτρηση τού μήκους κύματος και τής έντασης μιας φωτεινής ακτινοβολίας, η οποία ανήκει στην ορατή περιοχή τού ηλεκτρομαγνητικού φάσματος, για την επισήμανση και τον ποσοτικό προσδιορισμό ουσιών που έχουν την ιδιότητα να απορροφούν τις φωτεινές ακτινοβολίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα, -ατος + -μετρία*. Η λ. είναι νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. colorimetry].
Dictionary of Greek. 2013.